- πλατυνεῖ
- πλατύνωwidenfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)πλατύνωwidenfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατύνει — πλατύ̱νει , πλατύνω widen aor subj act 3rd sg (epic) πλατύ̱νει , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg πλατύ̱νει , πλατύνω widen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
πιτακώνω — και παλ. γρφ. πιττακώνω Ν πιέζω κάτι από πάνω προς τα κάτω και με τόση δύναμη ώστε να πλατύνει και να μοιάζει με πίτα, πατικώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκιον + κατάλ. ώνω. Κατ άλλη άποψη, < πατικ ώνω κατ επίδραση τού πίτα] … Dictionary of Greek